- Ίππειον
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 900 κάτ.) στη Μυτιλήνη. Βρίσκεται στα ΒΔ του κόλπου της Γέρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἵππειον — ἵππειος of a horse masc acc sg ἵππειος of a horse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… … Dictionary of Greek
COLONOS — agger, sive locus editus, non procul ab Athenis, in quem Oedipus thebis exulans dicitur commigrâsse: Unde Sophocles Tragoediam, de Oedipi calamitatibus conscriptam, Oedipum Coloneum appellavit. Erat autem hic locus Neptuno sacer, ubi etiam… … Hofmann J. Lexicon universale
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek
φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό … Dictionary of Greek